- τροχερός
- -ά, -όν, Α1. αυτός που τροχάζει, που τρέχει2. συνεκδ. γοργός, γρήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροχερός — running masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)